ἀνδρομάχου

ἀνδρομάχου
ἀνδρομάχος
fighting with men
masc/neut gen sg
ἀνδρομάχος
fighting with men
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἀνδρομάχου — Ἀνδρόμαχος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμακωνίτις — Α (κυρίως φρ.) «Φαρμακωνῑτις Ἀνδρομάχου βίβλος» τίτλος έργου τού Ανδρομάχου, αλλ. «Φαρμακίτιδες βίβλοι» (Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον / φαρμακών + επίθημα ῖτις (πρβλ. γυναικών: γυναικων ῖτις)] …   Dictionary of Greek

  • φαρμακίτης — (I) ὁ, θηλ. φαρμακῑτις, ίτιδος, Α 1. παρασκευασμένος με δηλητήρια ή με μαγικά φίλτρα 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀδηφάγος» 3. (το θηλ. ως κύριο όν.) Φαρμακῑτις (ενν. βίβλος) τίτλος χαμένου έργου, σχετικού με τα φάρμακα, τού Ιπποκράτους 4. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”